- Ταραντιναρχίας
- Ταραντιναρχίᾱς , Ταραντιναρχίαa body offem acc plΤαραντιναρχίᾱς , Ταραντιναρχίαa body offem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταραντίναρχος — και ταραντινάρχης, ὁ, Α αρχηγός, επικεφαλής ίλης ελαφρού ιππικού, τής ταραντιναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταραντῖνοι «σώμα ιππέων» + αρχος* / άρχης*] … Dictionary of Greek
ταραντιναρχώ — έω, Α [ταραντίναρχος] είμαι αρχηγός ταραντιναρχίας … Dictionary of Greek